ψιλικόν

ψιλικόν
ψῑλικόν , ψιλικός
of
masc acc sg
ψῑλικόν , ψιλικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψιλικός — ή, όν, Α [ψιλός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ελαφρά οπλισμένο στρατιώτη 2. (το ουδ. στον εν. ή πληθ. ως ουσ.) τὸ ψιλικόν ή τὰ ψιλικά οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”